επιμολύβδωση

επιμολύβδωση
η
1. η επικάλυψη επιφάνειας μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα μολύβδου.
2. πολύ λεπτή επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια της κάννης των όπλων εξαιτίας μεγάλης χρήσης βολίδων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου 2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”